ἀνόδους

ἀνόδους
ἄνοδος 1
having no way
masc/fem acc pl
ἄνοδος 2
way up
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανόδους — (anodus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σταφυλινιδών. Ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 2 εκ. * * * ουν (Α ἀνόδους) ο δίχως δόντια, ο φαφούτης νεοελλ. Βοτ. βλ. ανόδα …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γουιάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουιάνα Παλαιότερη ονομασία: Βρετανική Γουιάνα Έκταση: 214.969 τ.χλμ Πληθυσμός: 698.209 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Τζόρτζταουν (225.802 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βενεζουέλα στα ΒΔ, τη… …   Dictionary of Greek

  • ανόδοντος — η, ο (Α ἀνόδοντος, ον) ανόδους* …   Dictionary of Greek

  • διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • πτερανόδους — ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ιπτάμενων ερπετών, λείψανα τού οποίου ανακαλύφθηκαν σε αποθέσεις τού ανώτερου κρητιδικού στην Ευρώπη, την Ασία και τη Βόρεια Αμερική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pteranodon (< πτερό + ανόδους «χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Γκέι-Λουσάκ, Ζοζέφ Λουί — (Joseph Louis Gay Lussac, Σεν Λεονάρ 1778 – Παρίσι 1850). Γάλλος χημικός και φυσικός. Σπούδασε στην πολυτεχνική σχολή του Παρισιού, όπου το 1809 έγινε καθηγητής της χημείας· συγχρόνως ανέλαβε την έδρα της φυσικής στη Σορβόνη. Οι εργασίες του Γ. Λ …   Dictionary of Greek

  • Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”